δασολογικός

δασολογικός
-ή, -ό
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασολογία («δασολογικές σχολές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Νικ. Χλωρό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δασολογικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δασολογία: Τελείωσε τη δασολογική σχολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”